αμέρωτος

αμέρωτος
η , ο
1) неприручённый, дикий; неукротимый; 2) неуспокоившийся; неумиротворённый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αμέρωτος" в других словарях:

  • αμέρωτος — η, ο [μερώνω] ο αμέρευτος* …   Dictionary of Greek

  • αμέρωτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε μερώθηκε, δεν καταπραΰνθηκε: Τρεις μέρες χαροπαλεύαμε κι η θάλασσα αμέρωτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλάρωτος — η, ο [λαρώνω] 1. αμέρωτος, ακαλμάριστος, ανήσυχος, απαρηγόρητος 2. αγιάτρευτος, ανίατος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»